εὐβούλου

εὐβούλου
εὔβουλος
well-advised
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εὐβούλου — Εὔβουλος well advised masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφιγγοκαρίων — ονος, ὁ, Α τίτλος έργου τού Ευβούλου …   Dictionary of Greek

  • βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… …   Dictionary of Greek

  • καλαθηφόρος — καλαθηφόρος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά καλάθι 2. στον πληθ. Καλαθηφόροι τίτλος δράματος τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί *καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους προέρχεται από κάλαθος + φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος,… …   Dictionary of Greek

  • μυλωθρός — ο (Α μυλωθρός, θηλ. μυλωθρίς, ίδος) ιδιοκτήτης μύλου σιτηρών, μυλωνάς νεοελλ. εργάτης που δουλεύει σε αλευρόμυλο αρχ. 1. ως επίθ. μυλωθρός, όν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.)… …   Dictionary of Greek

  • πορνοβοσκός — ο, ΝΑ μαστροπός, προαγωγός αρχ. ως κύριο όν. Πορνοβοσκός τίτλος κωμωδιών τού Ευβούλου, τού Αναξίλα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + βοσκός] …   Dictionary of Greek

  • προσουσία — ἡ, Α [οὐσία] πιθ. (ως τίτλος κωμωδίας τού Ευβούλου) η συνουσία …   Dictionary of Greek

  • στεφανοπώλης — ο, θηλ. στεφανοπωλήτρια ΝΑ, θηλ. και στεφανόπωλις, ώλιδος, Α πωλητής στεφάνων αρχ. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Στεφανοπώλιδες τίτλος κωμωδίας τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • φιλίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δημοκράτης της Αττικής, που πρότεινε όλοι οι θήτες να καταταγούν στους οπλίτες. Κατηγορήθηκε για κλοπή και καταδικάστηκε έπειτα από έναν λόγο του ρήτορα Αντιφώντα, που ήταν με το μέρος των ολιγαρχικών. 2. Αττικός… …   Dictionary of Greek

  • Ερμίας — (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος και αργότερα τύραννος του Αταρνέα της Τρωάδας. Αρχικά υπήρξε δούλος του Εύβουλου, άρχοντα του Αταρνέα και της Άσσου· απελεύθερος αργότερα, πήγε στην Αθήνα, στη σχολή του Πλάτωνα, όπου έγινε φίλος με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”